βούκινο — Χάλκινο πνευστό όργανο, με οξύ ήχο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη ρωμαϊκή εποχή. Στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν βυκάνη, και βουκινάτορες ή βουκινάριοι οι σαλπιγκτές. Το β. ήταν πολύ διαδεδομένο στη Γαλλία και κατά την εποχή της Γαλλικής… … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek
βουκάνη — βουκάνη, η (Μ) μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) βυκάνη* «βούκινο»] … Dictionary of Greek
βουκινίζω — (Μ βουκινίζω και βυκανίζω) φυσώ το βούκινο, σαλπίζω … Dictionary of Greek
βυκάνη — η (AM) το βούκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το λατ. būcina με επίθημα ina κατά το πρότυπο του μηχανή > māchina, ενώ κατ άλλους βυκάνη < *būcana, από την Ελληνική της Κάτω Ιταλίας. ΠΑΡ. βυκανητής αρχ. βυκανώ] … Dictionary of Greek
εμβυκανώ — ἐμβυκανῶ ( άω) (Α) σαλπίζω με βούκινο … Dictionary of Greek
ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κερατοβούκινον — κερατοβούκινον, τὸ (Μ) βούκινο κατασκευασμένο από κέρατο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek